Mìltos Sakhtoùris – Le sauveur

Par Stéphane Chabrières @schabrieres

Je compte sur les doigts de mes mains coupées
les heures où j’erre dans les chambres du vent
mon amour je n’ai pas d’autres mains et les portes
ne veulent pas se fermer les chiens sont implacables

Mes pieds nus plongés dans ces eaux sales
mon cœur à nu je recherche (pas pour moi)
une fenêtre bleue
comment a-t-on construit tant de salles tant de livres tragiques
sans un rai de lumière
sans une bouffée d’oxygène
pour le lecteur malade

Car chacune des salles est une plaie ouverte
comment puis-je redescendre les marches qui se défont
repasser par la boue et les chiens féroces
pour apporter remèdes et gazes roses
et si je trouve la pharmacie fermée
et si je trouve mort le pharmacien
et si je trouve mon cœur à nu dans la vitrine de la pharmacie

Non non fini plus de salut

Les salles resteront telles quelles
avec le vent et ses roseaux
les débris des visages de verre qui gémissent
leur hémorragie incolore
les mains de porcelaine tendues vers moi
avec l’impardonnable oubli

Ils ont oublié mes mains de chair à moi coupées
tandis que je mesurais leur angoisse

*

Ὁ σωτήρας

Μετρῶ στὰ δάχτυλα τῶν κομμένων χεριῶν μου
τὶς ὦρες ποὺ πλανιέμαι στὰ δώματα αὐτὰ τ᾿ ἀνέμου
δὲν ἔχω ἄλλα χέρια ἀγάπη μου κι οἱ πόρτες
δὲ θέλουνε νὰ κλείσουν κι οἱ σκύλοι εἶναι ἀνένδοτοι

Μὲ τὰ γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στὰ βρώμια αὐτὰ νερὰ
μὲ τὴ γυμνὴ καρδιά μου ἀναζητῶ (ὄχι γιὰ μένα)
ἕνα γαλανὸ παράθυρο
πῶς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικὰ
δίχως μιὰ χαραμάδα φῶς
δίχως μιὰ ἀναπνοὴ ὀξυγόνου
γιὰ τὸν ἄρρωστο ἀναγνώστη

Ἀφοῦ κάθε δωμάτιο εἶναι καὶ μιὰ ἀνοιχτὴ πληγὴ
πῶς νὰ κατέβω πάλι σκάλες ποὺ θρυμματίζονται
ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὸ βοῦρκο πάλι καὶ τ᾿ ἄγρια σκυλιὰ
νὰ φέρω φάρμακα καὶ ρόδινες γάζες
κι ἂν βρῶ τὸ φαρμακεῖο κλειστὸ
κι ἂν βρῶ πεθαμένο τὸ φαρμακοποιὸ
κι ἂν βρῶ τῇ γυμνὴ καρδιά μου στὴ βιτρίνα τοῦ φαρμακείου

Ὄχι ὄχι τέλειωσε δὲν ὑπάρχει σωτηρία

Θὰ μείνουν τὰ δωμάτια ὅπως εἶναι
μὲ τὸν ἄνεμο καὶ τὰ καλάμια του
μὲ τὰ συντρίμια τῶν γυάλινων προσώπων ποὺ βογγᾶνε
μὲ τὴν ἄχρωμη αἱμορραγία τους
μὲ χέρια πορσελάνης ποὺ ἁπλώνονται σὲ μένα
μὲ τὴν ἀσυχώρετη λησμονιὰ

Ξέχασαν τὰ δικά μου σάρκινα χέρια ποὺ κόπηκαν
τὴν ὥρα ποὺ μετροῦσα τὴν ἀγωνία τους

The Saviour

I count on the fingers of my severed hands
the hours I wander in these rooms of the wind
I have no other hands my love and the doors
will not close and the dogs are unrelenting

with my bare feet plunged in these dirty waters
with my bare heart I seek (not for myself)
an azure window
how did ‘they build so many rooms so many tragic books
without a gleam of light
without a breath of oxygen
for the sick reader

Since every room is also an open wound
how can I go down ,the crumbling stairs again
through the mud again and the wild dogs
to bring medicines and rose gauzes
and what if I find the pharmacy closed
If I find the pharmacist dead
If I find my naked heart in the pharmacy window

No no it is all over there is no salvation

The rooms will stay as they are
with the wind and its reeds
with the fragments of glass faces moaning
with their colorless bleeding
with porcelain hands stretching toward me
with unforgivable oblivion

My own hands of flesh forgot they have been severed
while I was counting up their agony

***

Mìltos Sakhtoùris (1919-2005) Malades aux larges ailes (Éd. publie.net) – Traduit du grec par Michel Volkovitch  – Translated by C. Capri-Karka.