Souvent il jure de commencer une vie meilleure.
Mais lorsque vient la nuit et ses conseils à elle,
avec ses compromis et ses promesses,
mais lorsque vient la nuit, avec sa force à elle
du corps qui demande, qui exige,
il retourne éperdu à la même joie fatale.
*
Ομνύει
Ομνύει κάθε τόσο ν’ αρχίσει πιό καλή ζωή.
Αλλ’ όταν έλθει η νύχτα μέ τές δικές της συμβουλές,
μέ τούς συμβιβασμούς της καί μέ τές υποσχέσεις της
αλλ’ όταν έλθει η νύχτα μέ τήν δική της δύναμι
τού σώματος πού θέλει καί ζητεί, στήν ίδια
μοιραία χαρά, χαμένος, ξαναπιαίνει.
*
He swears
Every so often he swears to start a finer life.
But when night comes with its own counsels,
its compromises, and its promises;
but when night comes with its own vigor
of the body, craving and seeking, he returns,
forlorn, to the same fatal joy.
1915
***
Constantin Cavàfis (1863-1933) – Poèmes (Héros-Limite, 2010) – Traduit du grec par Ange S. Vlachos – The Complete Poems of Cavafy (Harcourt Brace Jovanovich, 1961) – Translated by Rae Dalven.